Κυριακή 22 Μαΐου 2011

Χούμπολτ και Γκάους στην...Κορδιλλιέρα

Ντάνιελ Κέλμαν, Η μέτρηση του κόσμου,μετ. Κ. Κοσμάς
εκδ. Καστανιώτη

Τη μέτρηση, του κόσμου και του ανθρώπου, την έχουν αναλάβει στο κείμενό του δύο επιφανείς, πρωτοπόροι Γερμανοί επιστήμονες: ο «πρίγκιπας των μαθηματικών» Καρλ Φρίντριχ Γκάους και ο φυσιολόγος Αλεξάντερ φον Χούμπολτ. Η συνάντησή τους το 1828 με αφορμή ένα συνέδριο πυροδοτεί τη μηχανή του κειμένου, που παρακολουθεί τη διαφορετική και μαζί κοινή διαδρομή και πορεία τους, καθώς προσπαθούν να γνωρίσουν και να κατανοήσουν τον κόσμο.

Ο Χούμπολτ εξερευνά ως γνωστόν την Αμερική, όπου μαζί με τον καταδικασμένο στη σκιά Αιμέ Μποπλάν εξορθολογίζουν, διορθώνουν και συμπληρώνουν την οιονεί μυθική γνώση των πρώτων θαλασσοπόρων και εξερευνητών για την ήπειρο. Αυτό σημαίνει ότι έρχονται αντιμέτωποι με κουνούπια–δολοφόνους, πιράνχας, κροκόδειλους, ανάλγητους Ιησουίτες, ανθρωποφάγες φυλές, αρρώστιες.

Σημαίνει επίσης πως ανακαλύπτουν σπάνια είδη πιθήκων, φυτών, ζώων, πουλιών που ζουν στο σκοτάδι, ότι κατεβαίνουν σε ηφαίστεια και ανεβαίνουν στην Κορδιλιέρα, ξαναφτιάχνουν τους χάρτες. Ο Φον Χούμπολτ ο νεότερος, βαρώνος, πλούσιος, είναι ανθρωπιστής, θετικιστής και αφοσιωμένος στην επιστήμη του, σε σημείο απανθρωπιάς. Ο Καρλ Φρίντριχ Γκάους, ταπεινής καταγωγής, φτασμένος μαθηματικός και αστρονόμος από τα πρώτα νεανικά του χρόνια, εξερευνά τους πλανήτες, τους πρώτους αριθμούς, το χώρο και το χρόνο. Είναι μονόχνωτος, οιονεί μισάνθρωπος και η επιστήμη του τον έχει κατακυριεύσει, στα όρια της κατοχής του εαυτού.

Εμμονή με την επιστήμη

Ο Χούμπολτ ταξιδεύει, ενώ ο Γκάους είναι ριζωμένος μπροστά στο παράθυρό του. Ο Γκάους έχει σχέσεις με το άλλο φύλο, έστω κι αν την πρώτη νύχτα του γάμου του διακόπτει τις περιπτύξεις για να σημειώσει έναν τύπο και η πιο ειλικρινής του σχέση είναι αυτή με μια Ρωσίδα πόρνη. Ο Χούμπολτ μοιάζει να αρνείται με τρόπο επώδυνο την ίδια την ιδέα του έρωτα και της επιθυμίας. Κύριο κοινό σημείο τους είναι η προσήλωσή τους στους φυσικούς νόμους, η εμμονή τους με την επιστήμη, μια υπερήφανη, φουριόζα επιστήμη που υπόσχεται να λύσει όλα τα προβλήματα του ανθρώπινου γένους: «Το τέλος της διαδρομής είναι στον ορίζοντα, η μέτρηση του κόσμου έχει σχεδόν ολοκληρωθεί. Το σύμπαν θα είναι μια έννοια κατανοήσιμη, όλες οι δυσκολίες με αιτία τον άνθρωπο, όπως ο φόβος, ο πόλεμος και η εκμετάλλευση, θα χαθούν στο παρελθόν. (...) Η επιστήμη θα φέρει την εποχή της ευημερίας και, ποιος ξέρει, ίσως κάποια μέρα δοθεί λύση και στο πρόβλημα του θανάτου» (σ. 238).

Στην ανάπτυξη της επιστήμης αυτής πρωτοστατεί η Γερμανία, την ίδια ώρα που δίνει το παρών με ενθουσιασμό στο θέατρο και στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Εν τω μέσω πολεμικών αναμετρήσεων, ριζικών ανακατατάξεων στο γεωπολιτικό τοπίο της Ευρώπης, τις οποίες μόλις και μετά βίας αντιλαμβάνονται οι δύο επιστήμονες, η Γερμανία αυτοπροσδιορίζεται – σε αντιπαράθεση με τη γαλλική μαλθακότητα είναι αλήθεια, και μας φέρνει για άλλη μια φορά στο νου τον Φουκώ και τις αναλύσεις του για την προαιώνια γαλλογερμανική αντιπαλότητα. Η Γερμανία είναι παράγοντας προόδου. «Τόσος πολιτισμός και τόση φρίκη! Τι συνδυασμός! Ακριβώς το αντίθετο από τα ιδανικά της Γερμανίας», αναφωνεί ο Φον Χούμπολτ και, βεβαίως, δεν αναφέρεται στο ναζισμό αλλά στις ανθρωποθυσίες των Ινκας.

Γοητευτική αφήγηση

Ο αναγνώστης διαβάζει με αμείωτο ενδιαφέρον συζητήσεις για την επιστήμη, για τα όρια της μέτρησης και της αφαίρεσης, για τη σημασία των φυσικών νόμων· εντοπίζει τις πλάγιες αναφορές στην πολιτική στην Ευρώπη και την Αμερική, στην επικράτεια του Μπολιβάρ και την άλλη του Τόμας Τζέφερσον, στέκεται σε διερωτήσεις περί υπάρξεως και μη υπάρξεως, που μοιάζουν να αναδύονται από το πουθενά, από τον «φωτοσβέστη αιθέρα» του Χούμπολτ, σαφείς παραπομπές στο μέλλον, στον 20ό αιώνα, που δεν αργεί καθόλου – και οι οποίες αποδομούν το κείμενο στο σύνολό τους, ως δηλωμένη πρόθεση και προσδοκώμενο αποτέλεσμα, μιας και η επιστήμη αδυνατεί να χαρτογραφήσει εντέλει την ουσία της ανθρωπινότητας. Μένει η γοητεία της αφήγησης, αυτό που δεν πέτυχε ο Χούμπολτ με το ταξιδιωτικό του βιβλίο και το επιτυγχάνει, αντιθέτως, ο Κέλμαν, με τη ζωηρή, παραστατική περιγραφή, τους πολύ καλούς διαλόγους που σε πολλά σημεία παραπέμπουν στο θέατρο του παραλόγου, με την υβριδική μορφή ανάμεσα στον ευθύ και τον πλάγιο λόγο να επιτείνει ενίοτε την ιλαρότητα και το κέφι του βιβλίου, με την απλότητα με την οποία υφαίνει και ξηλώνει κάποιες μυθολογίες – θυμίζοντας κάποτε το «Μέισον και Ντίξον» του Πύντσον, αλλά και το «Τρίστραμ Σάντυ» του Στερν.

kathimerini.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου