Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

Τα παπούτσια του Σαρλώ


ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

Το μελάνι λιγόστεψε
Η θάλασσα πληθαίνει
………………………………..

Στο λεξικό ιστιοπλοΐας (Dictionnaire de la marine a voile), Παρίσι 1987, το μάτι πέφτει σε έναν ορίζοντα που μοιάζει σα να φλέγεται με ένα φως που σε ορισμένα σημεία δείχνει να κοχλάζει , σα να εκτοξεύονται στον αέρα δέσμες φωτιάς.

Γράφεται ότι αυτό είναι το Βόρειο Σέλας , ένα φωτεινό φαινόμενο ορατό στις ζώνες κοντά στους πόλους.

Στους τροπικούς ωστόσο, το φως γίνεται αγέρας, μόνιμοι άνεμοι που πνέουν διαρκώς από τα ανατολικά προς τα δυτικά .
Είναι οι Αληγεις άνεμοι.

Συνάντησα τον Σαρλο, πάνω σε ένα πλοίο. Σε ρότα κοντά στην Αφρική.
Ένα ταξίδι θαυμάτων. Σαν αυτά που αναζητάμε και είναι πάντα μέσα μας.
Στην άκρη του καταστρώματος , έγραφα τα δικά μου ημερολόγια.

Η  Αφρική πάντα μετέδιδε με τρόπο θαυμαστό τη σοφία.
Ακραίες αντιθέσεις, απαράμιλλη ομορφιά , ανέγγιχτος αγριότοπος
με πόλεις που τη συνθλίβουν.
Με εντυπωσιακά μωσαϊκά των ζώων καθώς καλπάζουν.
Στο έργο αυτό δε χρειάζονται θεατές.
Το μονο που απασχολεί τους ηθοποιούς είναι να καταφέρουν να επαναλάβουν την παράσταση .
Κανένας πρωταγωνιστής εδώ δεν ενδιαφέρεται για την άποψη κάποιου κριτικου.
Και αυτήν ακριβώς την εικόνα εξέπεμπε ο Σαρλο. Και το ήξερε.

Αστεροσκονη παντου εκεινο το βραδι.

Εμενα ξάγρυπνη και ακολουθούσα τις γραμμες των αστεριών. Ισως γιατι παιδί φοβόμουν το σκοτάδι,  δεν κοιμόμουν εύκολα, περίμενα εκεινο το λυτρωτικό φως που τρύπωνε πρωι από τις χαραμάδες, ένα φως τρυφερο, δυνατό, δρουσε σα βάλσαμο στις ταραγμένες ατραπούς της ψυχης.

Ηταν ένα περίεργο συναίσθημα. Δεν περίμενα ο Τσαρλι Τσαπλιν να είναι τοσο μελαγχολικός. Έβγαζε μια απίστευτη μοναξιά.

Είχε μπούκλες όμορφες που άνθιζαν στο πρόσωπο του .
Επηρεασμένη από το σύνδρομο κομμωτηρίου. Υπερχορδες και p-βρανες , σισυφειο εργο.
Ωσάν να συνδυαστεί η σχετικότητα του Αινσταιν με την άθροιση ιστοριών του Feynman, σε μια πλήρη ενοποιημένη θεωρια .

Που  θα μας εξηγει όλα εκεινα τα ψηλα και αμετρητα του ουρανου που εβλεπα εκείνο το βραδι.
Το πιο λαμπερο απ όλα εκει πανω  είναι ο Βεγας της Λυρας.
Αλνιτακ, Αλνιλαμ, Μιντακα, στον Τελαμωνα του Ωριωνα.
Θυμήθηκα καθως κοιτούσα μεσα στα σκοτεινά μάτια του Σαρλο, τον Lee Smolin .
Ο συγγραφέας του κινήματος με τις μπούκλες, κατορθώνει να μας δειξει χωρις στείρα αντιπαράθεση και στρυφνά μαθηματικά ποιες είναι οι χορδες και ποιοι οι βοστρυχοι.

Ολοι μας τελικως,  νησια στην ιδια θάλασσα, μα όμοιοι στα βαθη της.

Του μιλώ στα γαλλικά και δειχνει να μην καταλαβαίνει. Αλλα αυτό είναι ασχετο. Εχει μάθει να μιλά με τη γλώσσα του σωματος.
Ταξιδευτές και οι δυο , σε πορείες ζωής, εξω από την μαυρη ηπειρο, σε πορεία γαζέλας.
Ξερεις μου είπε, αν κατι μου αρεσει εδώ είναι οι γυμνοι πολεμιστές, οι πιστοι υπηρέτες μάντεις και οι μαγοι , εκεινοι οι αρχαιοι σοφοι.
Ολοι αντρες σε μεγαλοπρεπή απομόνωση.

Και παντού ολογυρα , διεφθαρμένοι πολιτικοί, τουρίστες, πόρνες με τις οποιες κοιμήθηκαν έναντι ολιγων αργυρίων.
Συχνά η ζωη,  μας αποκαλύπτεται σα σύντομα αποσπάσματα από ταινια.
Δεν ακολουθούμε ένα συγκεκριμένο σχέδιο.
Απλά καποια στιγμη  μπροστα στα ματια μας  ανοίγεται το μονοπάτι που θα μας οδηγησει στο στόχο μας, ειχε γράψει ο καλός φιλος μου Ρομπερτ Χαας μεσα από τις ματιες του φακού του.



Ο Τσαπλιν, ειχε πει καποτε, ότι ονειρευεται να γυρίσει τη σκηνή της σταυρωσης στη μεση μιας χορογραφίας οπου κανείς δεν τη βλεπει.
Η ζωη του χαμινιού των μεγαλουπόλεων.
Στα 17 του πρωταγωνίστησε στον  θίασο«Κέισι Κορτ» παρωδώντας τους επώνυμους της εποχής.
Στην αυτοβιογραφία του «Η ζωή μου με Εικόνες» το 1975, ο ίδιος  συνδέει τις θεατρικές παραστάσεις του Κέισι Κορτ με τα κόμικ και μιλάει για τον χαρακτήρα που ενσάρκωνε, τον Μπίλι Μπαγκς, αρχηγό και καθοδηγητή μιας αγέλης μικρών ταραξιών.

Αναπόλησα τον  Γκωγκεν, στην προσπάθεια μου να κάνω μια έκπληξη στον Σαρλο , ο οποίος   πέρασε μερικούς μήνες ως φιλοξενούμενος του αγαπημένου μου   Βαν Γκογκ, στην Αrles το φθινόπωρο του 1888 και  κατέγραψε σε δυο κάπως διαφορετικά κείμενα μια μεταξύ τους συζήτηση της εποχής εκείνης.

Σχετικά με τα παπούτσια του Βαν Γκογκ, έλεγε ότι οταν είμαστε μαζί στην Arles  και οι δυο τρελοί σε έναν συνεχή αγώνα για όμορφα χρώματα , εγω λάτρευα το λαμπερό παχύρρευστο κόκκινο που αντικατέστησε την κιννάβαρη για να αντικατασταθεί με τη σειρά  του από το κοκκινο του καδμίου.
Εκείνος με  πιο κίτρινο πινέλο .
Ο Βινσεντ  πίστευε σε έναν Χριστό που αγαπούσε τους φτωχούς
Κι όταν συνεβη εκείνο το τρομερό ατύχημα στο ανθρακωρυχείο πλημμυρισμένο  με κίτρινο χρώμιο,

Ελεγε,

θα έπρεπε να βλέπεις το μαρτυρικό κεφαλι του Ιησού που έφερε στο μέτωπο το φωτοστέφανο , τα σημάδια από το αγκάθινο στέμμα , τις κόκκινες ουλες στο κιτρινο, πελιδνό μέτωπο ενός ανθρακωρύχου…

Ο Βαν Γκογκ ειχε τη συνήθεια να ζωγραφίζει ζευγάρια παπουτσιών απομονωμένα  από το σώμα και την υπόλοιπη ένδυση .
Αυτό μάλλον δειχνει τη σημασία που εδινε ο ιδιος στην ιδεα του παπουτσιού ως συμβόλου πεζοπορίας , μια πρακτική την οποία ασκούσε ανεκαθεν και του ιδανικού μιας ζωης αντιληπτής  ως προσκυνήματος , ως αέναης ανταλλαγής εμπειριών.

Κοιτω τον Σαρλο.
Ενας μυθος μπροστα μου, με ασθενεια την μοναξιά. Βρίσκω το θάρρος και του το λεω.

Με κοιτα σχεδον εκτυφλωτικά, σχεδόν διαπεραστικά ταυτόχρονα μαζι με απορια, ενός παιδιού.

Μια ολόκληρη ζωη , μια εικόνα στους δρόμους,  έλιωσα παπούτσια ατελειωτα με την  κλωτσια στα οπίσθια. Ταυτιστηκα με αυτην.
Ω! Τι αισθητική! Νιωθω τοσο ….ενα αίσθημα σχεδον κατωτερότητας, μου ειπε.

Τοτε γιατι το κανεις; Τον ρώτησα
Θα μπορουσες να μην δεχεσαι κατι που σε ενοχλει τοσο πολύ.

Με κοιταξε με ένα απλανές βλεμμα και γυρισε προς τη θάλασσα σφίγγοντας την κουπαστή.
Ξερεις μου ειπε, καποτε ειπαν πως ζούσε  ένα τριανταφυλλο.
Ονειρευοταν μερα νυχτα ότι του κρατουσαν συντροφια οι μελισσες, όμως καμια δεν πηγαινε στα πεταλα του .
Ενα βραδι καθως περνουσε ο καιρος, το φεγγαρι το ρωτησε
Καλα, δεν εχεις κουραστει να τις περιμενεις και να μην ερχονται ;
Ισως, ειπε το λουλουδι.
Πρεπει όμως να συνεχισω να παλευω.
Μα γιατι; ρωτησε το φεγγαρι
Επειδη αν δεν ανοιξω, θα μαραθω…



Ξανακλειστηκε στον εαυτο του και κοιταξε αυτή τη φορα προς τον ουρανο.
Σε εκεινα τα εκατομμυρια των αστεριων , που σαν τσακιζονται , ξαναγεννιουνται.

Ενας κλοουν αναμεσα στη ζωη και το σανιδι.
Το μουστακι μικραινει τα παπουτσια κονταίνουν, σκεφτηκα και η θαλασσινη αυρα με πάγωσε.

Θυμαμαι το  1915 ,  τον «Αλήτη» , είχαμε τοτε καθιερώσει την κλασική ενδυμασία του αριστοκράτη κλοσάρ με εκεινα τα φοβερά   τεράστια παπούτσια, το μπαστούνι και το μουστακι, μου ειπε.

Είναι αληθεια. Ολοι μιλουσαν για έναν    τύπο  λιγο αλήτη, ενιοτε τζέντλεμαν και  ποιητή, ονειροπόλο, μοναχικό, πάντα αισιόδοξο, ρομαντικό και περιπετειώδη.
Μπορεί να σε πείσει πως είναι επιστήμονας, μουσικός, δούκας, αθλητής , πλουσιος και φτωχος ,  αλλά ποτέ δεν θα προσπεράσει μια πεταμένη γόπα τσιγάρου και δεν θα διστάσει να αρπάξει το ζαχαρωτό ενός μωρού
οπως θα εκανε κάθε αξιοπρεπές χαμινι αλλωστε!



Ολοι μας ειμαστε ενας σαρλο, σκεφτηκα.
Με παλια και αλλοτε καινουρια παπουτσια που αντεχουν για να προσελκυσουν το ενδιαφερον, ενός Χαιντεγκερ, ενός Σαπιρο και ενός Ντεριντα.



Θα ηθελα να  δω τον Σαρλο σε ρολο όπως  στον Ηλιθιο του Ντοστογιεφσκι.
Για την ωρα συμβιβαζομαι με τα ονειρα του που μας κανουν να ξεφευγουμε στον Χρυσοθηρα.
Γινομαστε και εμεις μικροι πειρατες στην αναζήτηση χρυσου.

Λιγοι μπορεσαν να αναλυσουν τον Τσαπλιν.

Του μοιαζω, γιαυτο ασχολουμαι μαζι του, τον ακολουθω στη μοναξιά του
Συναντω μαζι του τους λαϊκούς μύθους του Βορρα , το κοτόπουλο και την ελληνικη κωμωδία με την οποια μεγαλωσαμε.
Μα κυριως την ελληνική τραγωδία.

Χαμίνια σε αλανες!!!
Άνθρωποι γάτες και ποντίκια.
Ο Τσαπλιν εντός τους . Από τον Φελιξ τον Γατο, πεινασμενο και απροβλεπτο, στον Μικι Μαου του Ντισνει με την επιρροη και τον ρομαντισμο του Σαρλο.

Στο πλοιο για Γουαδελουπη, υπηρχει και μια γατα.
Λιιγο βλαμενη αλλα δεν πειραζει.
Διαρκως  διπλα μου
Πιανει λιμανι κάθε φορα μαζι μας αλλα ξανανεβαινει
Επικινδυνο παιχνιδι
Αγνοει βλεπεις πως οι νεγροι λατρευουν τη γατα στιφαδο!!!!!!


Και πισω απ όλα η απεραντη μοναξια του Σαρλο , που ελαχιστοι γνωριζαν.

Κοιτω τα παπουτσια του. Σκυβει και τα παρατηρει και εκεινος
Χαμογελά λιγο λυπημενος. Ισως επειδη γιαυτον η λυπη είναι μονοδρομος , τον δυναμωνει.

Τσιγγανικα, δε νομιζεις; Μου λεει
Είναι επειδη η γιαγια ηταν τσιγγανα, το υπολοιπο αιμα λιγο γαλλικο αλα Σαπλεν, λιγο ιρλανδικο μετα μουσικης..

Παπουτσια ακινητα σκεφτομαι, ισως γερασμενα, στραβο περπατημα, τριμμενα ψίδια, ξασπρισμενες ραφες
Και από μεσα τους μια πνοη, κομματι του εαυτου του.

Ας πουμε αγορασμενα από τα παλιατζιδικα, παπουτσια ενός αραμπατζη, καθαρα και φρεσκογυαλισμενα.
Τα φορας ένα βροχερο απογευμα στις παρυφες της πολης και ξάφνου λασπωνονται.
Και αποκτουν ενδιαφερον!
Προκαλουν τη θλιψη και τη μελαγχολια, ενός Βαν Γκογκ να τα αποτυπωσει σε έναν πινακα.

Σκεφτεσαι τα βηματα που εκανες, τους ρολους που επαιξες, το χωμα που πατησες, τους χαρτες που διαβηκες, τη λασπη που μαζεψες .
Ανοητε!
Από λουστρινια γυαλιστερα και τριζατα, θα γινουν καποτε και αυτά γερικα,  διεκδικώντας τον ιδρωτα σου πανω τους.


Καπελο, ρεντιγκοτα, μαλλια μαυρα κατσαρα λιγο γκριζα, βλεμμα σαρωτικο, χειλη κλειστα, παπουτσια ταπεινα, βεργα ηγετικη,  ψυχη δυνατη.

Του προσφερω ένα δωρο για τη συντομη συναντηση μας
Είναι απομίμηση , αλλα καλή του λεω.

Το ανοιγει αργα και σκαει ένα χαμογελο.

Πως το ξερες; με ρωτα

«Τα παπουτσια του Βαν Γκογκ» , ηταν παντα το αγαπημενο μου εργο!
Παπουτσια φθαρμενα, της γης, αναζητηση για το πεπρωμενο της κοινωνικης του υπαρξης, σκεφτομαι.
Τα παπουτσια ως κομματι του εαυτου του.

Η μητερα μου ξερεις, πεθανε έναν Σεπτεμβρη μηνα και φορουσε τα παπουτσια του συζυγου της.Η Χανα , ηταν  μια γυναικα καπως ατημελητη όπως και εγω και παντα ανησυχη. Ακομα και στον θανατο, μου λεει.

Κοιταξα προς το μερος του. Καιρος τοτε  να μεταφερουμε στο χαρτι την φαντασμαγορια των καταρρακτων , των ουρανιων τοξων, που υψωνονται πανω από τα μεγαλα νερα της γης , του λεω χαμογελωντας.

Να , νιωσε τωρα εδώ την αργυροχροη υγρασια της απεραντοσυνης ,με  ρουμι, κοριτσια, κουπες, κρασι, λιρες, ρουμπινια και καπνο, παπαγια, σμαραγδια, αθανασια, δεσμα,  φυτειες και μονοξυλα, παπαγαλους, ρεταλια,  ασημικα, μαργαριταρια, καφε και αρωματα, καθρεφτες αιωρες , αμβρα, μπαρουτι και καρυκευματα…

Απεναντι μας , μεσα στο ασημι της σεληνης,  το φημισμενο Table Mountain.
Oι ναυτικοι το χαιρονται από μακρια.
Στα βαθη των θαλασσων υπαρχει ένα ανεξηγητο φως
τρεμοσβηνει γυρω από θερμες πηγες που αναβλυζουν κατά μηκος των κορυφογραμμων στον υδατινο ογκο.
Εκει ο ηφαιστειογενης βυθος σα να σκιζεται και το υπερθερμο νερο εκτινασσεται λαμπυριζοντας.
Ισως το ωκεανιο αυτό φως να είναι ολογραμμα πνοης θεου
ή παλι πιο επιστημονικα να οφειλεται σε θερμικη ακτινοβολια ή καποια μορφη φωταυγειας.

Θα πρεπε να  παμε εκει πανω για πικνικ μια μερα  , μου ειπε.
Για την ωρα πρεπει για λιγο να απουσιασω από τον κοσμο
Σε ευχαριστω για το δωρο σου και τη συναντηση μας.



ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ


Μοχαμεντ Ματαρ

Υδατινα πλασματα
κεντημενα πραοτητα
στηνουν γεφυρια
στην οικουμενη
μαγεμενα τα αηδονια

η γραφη συνεχιζεται
εκτυλισσεται…

Milorad Pavic

Καλησπέρα, Λογοτεχνήματα
Στο site αυτό, θα δημοσιεύεται καθημερινά σκέψη, αφή, γεύση και όραση.
Ευελπιστώ να το διαβάζετε.

Milorad Pavic, ο παραμυθάς των Βαλκανίων

Γεννήθηκε το 1929 στην όχθη ενός από τους 4 ποταμούς του Παραδείσου, στις 8.30 το πρωί, κάτω από τον αστερισμό του Ζυγού (εκεί που συναντά το Σκορπιό) ή, σύμφωνα με το ωροσκόπιο των Αζτέκων, στο άστρο του Φιδιού.

Την πρώτη βροχή από βόμβες την έζησε όταν ήταν 12. Την τελευταία στα 15. Ανάμεσα σ' αυτούς τους δύο βομβαρδισμούς γνώρισε τον πρώτο έρωτα και στα χρόνια της κατοχής αναγκάστηκε να μάθει γερμανικά. Έμαθε επίσης και αγγλικά, κρυφά, από έναν κύριο που κάπνιζε πίπα με αρωματικό καπνό.

Ταυτόχρονα, ξέχασε για πρώτη φορά τα γαλλικά (έμελλε να τα ξεχάσει ακόμη δυο φορές). Μέσα σ' ένα σπιτάκι σκύλου όπου είχε καταφύγει για να γλυτώσει τους βομβαρδισμούς των άγγλων και των αμερικανών, ένας εμιγκρές αξιωματικός του τσαρικού στρατού, του μάθαινε ρωσικά με τα ποιήματα του Φετ και του Τουίτσεφ. Σκέφτεται πως αυτές οι γλώσσες ήταν ο τρόπος του να μεταμορφώνεται σε, διαφορετικά κάθε φορά, σαγηνευτικά ζώα.

Δύο Ιωάννηδες αγάπησε, τον Δαμασκηνό και τον Χρυσόστομο. Στον έρωτα, ήταν πολύ πιο τυχερός στα βιβλία του απ' ό,τι στη ζωή. Με μια μόνο εξαίρεση, που αντέχει μέχρι σήμερα. Κανείς σχεδόν δεν τον διάβαζε στη χώρα του μέχρι το 1984, έπειτα τον διάβαζαν περισσότερο απ' οποιονδήποτε άλλον.

Έγραψε ένα μυθιστόρημα που είχε τη μορφή τριπλού λεξικού [Το λεξικό των Χαζάρων, ανδρικό ή γυναικείο], ένα δεύτερο που ήταν σα σταυρόλεξο [Τοπίο ζωγραφισμένο με τσάι], ένα τρίτο σαν κλεψύδρα [Η εσωτερική πλευρά του ανέμου ή η αγάπη και ο θάνατος της Ηρώς και του Λέανδρου] κι ένα τέταρτο σα βιβλίο για ταρό [H τελευταία αγάπη στην Κωνσταντινούπολη]. Έγραψε κι ένα "Μοναδικό αντίτυπο" με 100 διαφορετικά τέλη.

Προσπάθησε να είναι όσο το δυνατό λιγότερο οχληρός προς τα κείμενά του. Πιστεύει πως το μυθιστόρημα είναι σαν τον καρκίνο - ζει από τις μεταστάσεις του. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί 100 φορές σε διαφορετικές γλώσσες. Κοντολογίς, δεν έχει καμία βιογραφία. Έχει μόνο βιβλιογραφία.

Κάποιοι κριτικοί στη Γαλλία και στην Ισπανία δήλωσαν ότι είναι ο πρώτος συγγραφέας του 21ου αιώνα, αυτός όμως έζησε στον 20ό, όταν έπρεπε κανείς να αποδεικνύει την αθωότητα κι όχι την ενοχή του. Τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις της ζωής του τις γέννησαν οι θρίαμβοι. Ο θρίαμβος δε σε ξεπληρώνει.

Δεν έχει σκοτώσει κανέναν. Τον έχουν όμως σκοτώσει, πολύ πριν την ώρα του. Θα 'ταν καλύτερο για τα βιβλία του να έχουν ένα συγγραφέα Τούρκο ή Γερμανό. Υπήρξε ο πιο γνωστός συγγραφέας του πιο μισητού έθνους στον κόσμο - της Σερβίας.

Νομίζει πως ο Θεός τον ευλόγησε με τη χαρά της γραφής και τον τιμώρησε, στο ίδιο μέτρο, ίσως γι' αυτή την ίδια τη χαρά. Όταν κοιμάται, η νύχτα πιέζει γλυκά τα μάγουλά του.
Είναι ποιητής, συγγραφέας, μεταφραστής, ιστορικός, πανεπιστημιακός κι ακαδημαϊκός και πέθανε απ' την καλή του την καρδιά [προσβολή]. Τα παραπάνω λόγια, σχεδόν όλα, είναι δικά του από τον πρόλογο στο "Καπέλο από δέρμα ψαριού". Τον χαρακτηρίζουν ως "ergodic author" που μηχανεύεται μη γραμμικές αφηγηματικές τεχνικές και δίνει στους αναγνώστες την επιλογή να "οδηγήσουν" εκείνοι τις ιστορίες του. Το "παραμυθάς" του τίτλου παραπέμπει στον Μπόρχες, στον Μαρκές ή στον Έκο.

Μερικά δικά του ρητά ακόμη:
Στο κόσμο υπάρχουν περισσότεροι ταλαντούχοι αναγνώστες απ' ότι συγγραφείς και κριτικοί. Η γυναίκα στο πρώτο μισό της ζωής της γεννάει και στο δεύτερο καταστρέφεται ή θάβεται μαζί με τους γύρω της. Το μυθιστόρημα είναι σαν ένα σπίτι [ποιος το χτίζει όμως, ο ΛεΚορμπιζιέ ή ο Γκαουντί; Ο Στιβ Τζομπς ίσως]. Οι άσχημοι πολεμούν καλύτερα. Η ζωή εξαρτάται απ' τους εχθρούς, όχι απ' τους φίλους. Ονειρευόμαστε τις εικόνες των άλλων. Τα δικά σας όνειρα είναι γεμάτα ξένες ψυχές.

M.K