Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Γράμματα στον αδελφό του Θεόδωρο...

http://www.vangoghmuseum.nl/vgm/index.jsp?lang=nl


Συγγραφέας: Βίνσεντ Βαν Γκογκ (Vincent Van Gogh)

Μετάφραση: Σπύρος Σκιαδαρέσης

Εκδόσεις: Γκοβόστης, 1990 Σελίδες:295

.....Σαν εκείνους τους ολόλαμπρους κόκκινους, κίτρινους ήλιους που τόσο συχνά βλέπουμε στο απέραντο έργο του, έτσι κι η Μεγαλοφυΐα του Βικέντιου Βαν Γκογκ προβάλλει μέσ απ’ τα "Γράμματα", ωραία, αδρή και άτρωτη. Εδώ υπάρχει μονάχα ο Καλλιτέχνης που, απ τα πρώτα του βήματα, ξέρει τι θέλει, ξέρει τι ζητάει και προπάντων πώς να το πετύχει. Με μιαν αδάμαστη θέληση, με μια επιμονή χαλύβδινη, με μια διορατικότητα που μονάχα οι "από Θεού" διαθέτουν, ανεβαίνει το δύσκολο δρόμο του, σίγουρος για τη δουλειά του, βέβαιος για τη δόξα και την αθανασία. Κρατώντας για τον εαυτό του το ραβδί του αναχωρητή και το ξερό ψωμί και τα ξυλοπάπουτσα του χωριάτη, χαρίζει τους θησαυρούς της ψυχής και της τέχνης του σ όσους μπορούν να το καταλάβουν και να νιώσουν τον ανασασμό των δέντρων και τη θλίψη της φτωχικής καλύβας. Και δω, στα "Γράμματά" του, μια καλλιτεχνική ψυχή δείχνει όλο το θεϊκό μεγαλείο της.....

(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Βιογραφικό σημείωμα: Ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ γεννήθηκε στο ολλανδικό χωριό Ζούντερτ (Zundert) και ήταν ο πρωτότοκος από τα συνολικά οκτώ παιδιά της οικογένειάς του, γιος του πάστορα Θεόδωρου Βαν Γκογκ. Ήδη από τα πολύ νεανικά του χρόνια παρουσίασε τάσεις μελαγχολίας και πρώιμα ψυχολογικά προβλήματα.

Σε ηλικία 16 ετών και αφού είχε ήδη καταπιαστεί χωρίς επιτυχία με αρκετά επαγγέλματα, ασχολήθηκε για ένα διάστημα με το εμπόριο έργων τέχνης, στην εταιρεία Goupilator & Company, όπου τον επόμενο χρόνο προσελήφθη και ο αδελφός του Τεό Βαν Γκογκ (Theo van Gogh). Το 1873, η εταιρεία τον μεταθέτει στο Λονδίνο και αργότερα στο Παρίσι. Την περίοδο αυτή, εντείνεται το ενδιαφέρον του για τη θρησκεία, επηρεασμένος εμφανώς και από την ιδιότητα του πατέρα του. Αφού απολύεται από την εργασία του το 1876, επιστρέφει στο Άμστερνταμ για να σπουδάσει θεολογία. Οι σπουδές του διαρκούν για περίπου ένα έτος και το 1878 του ανατίθεται μία θέση ιεροκήρυκα στο Βέλγιο και συγκεκριμένα στην υποβαθμισμένη περιοχή Μπορινάζ, όπου λειτουργεί ορυχείο. Ο Βαν Γκογκ κηρύττει για περίπου έξι μήνες επιδεικνύοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ένδεια των ανθρώπων της περιοχής. Αυτή είναι και η περίοδος κατά την οποία ξεκινά να σχεδιάζει μικρά έργα και πιθανόν αποφασίζει να ασχοληθεί με την τέχνη.

Το 1880, σε ηλικία 27 ετών, ξεκινά να παρακολουθεί τα πρώτα του μαθήματα ζωγραφικής, ωστόσο σύντομα έρχεται σε ρήξη με τον δάσκαλό του, Αντόν Μωβ (Anton Mauve), γύρω από καλλιτεχνικά ζητήματα. Τα επόμενα χρόνια δημιουργεί έργα κυρίως επηρεασμένα από τη ζωγραφική του Ζαν Φρανσουά Μιλλέ (Jean-François Millet), με θέμα ανθρώπους του μόχθου, ενώ ταξιδεύει στην ολλανδική επαρχία ζωγραφίζοντας θέματα που εμπνέεται από αυτή. Το χειμώνα του 1885, παρακολουθεί μαθήματα στην Ακαδημία της Αντβέρπης, τα οποία όμως διακόπτονται πολύ σύντομα αφού αποβάλλεται από τον καθηγητή της ακαδημίας Ευγένιο Σιμπέρ (Eugene Siberdt). Παρά το γεγονός αυτό, ο Βαν Γκογκ προλαβαίνει να έρθει σε επαφή με την ιαπωνική τέχνη από την οποία και δανείζεται στοιχεία ή πολλές φορές μιμείται την τεχνοτροπία της. Αρκετές από τις προσωπογραφίες του, περιλαμβάνουν για φόντο κάποιο έργο ιαπωνικής τέχνης.

Την άνοιξη του 1886 επισκέπτεται το Παρίσι όπου ζει με τον αδελφό του — επιτυχημένο πλέον έμπορο τέχνης — στην περιοχή της Μονμάρτης, κέντρο της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Κατά την παραμονή του, έρχεται σε επαφή με τους ιμπρεσιονιστές Έντγκαρ Ντεγκά, Καμίλ Πισάρο, Πωλ Γκωγκέν και Τουλούζ Λωτρέκ. Επηρεάζεται σημαντικά από το κίνημα του ιμπρεσιονισμού και ειδικότερα σε ότι αφορά τη χρήση του χρώματος. Χρησιμοποιεί συχνά τεχνικές των ιμπρεσιονιστών αλλά διαμόρφωσε παράλληλα και ένα προσωπικό ύφος, το οποίο διακρίνεται από την χρήση συμπληρωματικών χρωμάτων που οι ιμπρεσιονιστές αποφεύγουν, με άλλα λόγια μπορεί κανείς να πει ο Βαν Γκογκ πατά με το ένα πόδι στον ιμπρεσιονισμό και με τα άλλο στον εξπρεσιονισμό.

Δύο χρόνια αργότερα, το 1888, ο Βαν Γκογκ εγκαταλείπει το Παρίσι και επισκέπτεται τη νότια Γαλλία και την περιοχή της Προβηγκίας. Υπάρχουν αναφορές πως εκεί εμπνέεται από το τοπίο καθώς και την αγροτική ζωή των κατοίκων, θέματα τα οποία προσπαθεί να αποδώσει και στη ζωγραφική του. Την περίοδο αυτή, επινοεί και μία ιδιαίτερη τεχνική των στροβιλισμάτων με το πινέλο ενώ στους πίνακές του κυριαρχούν έντονα χρώματα, όπως κίτρινο, πράσινο και μπλε, με χαρακτηριστικά δείγματα τα έργα Έναστρη νύχτα και μία σειρά πινάκων που απεικονίζουν ηλιοτρόπια. Το έργο Κόκκινο αμπέλι αυτής της περιόδου είναι επίσης το μοναδικό έργο που λέγεται ότι κατάφερε να πουλήσει, αν και η αλήθεια είναι άλλη, αφού ο αδελφός του βλέποντας τον διακαή πόθο του αδελφού του να πουλήσει έργα, φαίνεται να του είπε ψέματα πως το έργο πουλήθηκε. Κατά το διάστημα της παραμονής του στην Αρλ, δέχεται και την επίσκεψη του ζωγράφου Γκωγκέν. Ωστόσο, μετά από λίγους μήνες, οι δυο τους διαφωνούν έντονα και λόγω της ασταθούς ψυχικής του υγείας, ο Βαν Γκογκ κόβει μέρος του αριστερού του αυτιού καταλήγοντας στο νοσοκομείο της περιοχής.

Το 1889 εισάγεται στο ψυχιατρικό κέντρο του μοναστηριού του Αγίου Παύλου στον Σαιν Ρεμύ, όπου και παραμένει συνολικά για ένα περίπου χρόνο πάσχοντας από κατάθλιψη. Κατά την παραμονή του εκεί, συνεχίζει να ζωγραφίζει. Τον Μάιο του 1890 εγκαταλείπει την ψυχιατρική κλινική και ζει για ένα διάστημα σε μία περιοχή κοντά στο Παρίσι, όπου παρακολουθείται από τον γιατρό Πωλ Γκασέ, στον οποίο είχε συστήσει τον Βαν Γκογκ ο ζωγράφος Καμίλ Πισάρο. Στο διάστημα που παρακολουθείται ιατρικά, ο βαν Γκογκ παράγει ένα μόνο έργο, που αποτελεί προσωπογραφία του Γκασέ.

Τον Ιούλιο του 1890, ο Βαν Γκογκ εμφανίζει συμπτώματα έντονης κατάθλιψης και τελικά αυτοπυροβολείται στο στήθος στις 27 Ιουλίου ενώ πεθαίνει δύο ημέρες αργότερα. Πιθανόν το τελευταίο έργο αυτού του μεγάλου καλλιτέχνη είναι ο πίνακας Σταροχώραφο με κοράκια ένα έργο που κυριαρχεί το κίτρινο του θέρους που σε συνδυασμό με το έντονο μπλε του ουρανού δημιουργούν μια εκρηκτική ατμόσφαιρα.

Μετά το θάνατο του Βαν Γκογκ, η φήμη του εξαπλώθηκε ραγδαία, με αποκορύφωμα μεγάλες εκθέσεις έργων του που πραγματοποιήθηκαν στο Παρίσι (1901), το Άμστερνταμ (1905), την Κολονία (1912), τη Νέα Υόρκη (1913) και το Βερολίνο (1914).

Συνολικά δημιούργησε σε διάστημα περίπου δέκα ετών περισσότερα από 800 πίνακες και 1000 μικρότερα σχέδια. Σώζεται ακόμα εκτενής αλληλογραφία του με τον αδελφό του, που περιλαμβάνει περισσότερα από 700 γράμματα. Έξι μήνες μετα το θάνατό του πέθανε και ο αδελφός του.

(πηγές: Βικιπαίδεια, “Βαν Γκογκ” Μελίσα ΜακΚουίλαν, εκδόσεις Υποδομή, Αθήνα 1994)
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου